Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) η αυτοκυριαρχία 2) (

  • 1 выдержка

    I выдержка II ж 1) (самообладание ) η αυτοκυριαρχία 2) (стойкость) η σταθερότητα, η αντοχή II выдержка Ι ж (цитата ) το απόσπασμα
    * * *
    I ж
    ( цитата) το απόσπασμα
    II ж
    1) ( самообладание) η αυτοκυριαρχία
    2) ( стойкость) η σταθερότητα, η αντοχή

    Русско-греческий словарь > выдержка

  • 2 самообладание

    самообладание с η αυτοκυριαρχία
    * * *
    с
    η αυτοκυριαρχία

    Русско-греческий словарь > самообладание

  • 3 самообладание

    самообладание
    с ἡ αὐτοκυριαρχία:
    не терять \самообладаниея συγκρατοῦμαι, δέν χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > самообладание

  • 4 самоконтроль

    1. тех. о αυτοέλεγχος, η αυτοδιάγνωση, η αυτοεπιτήρηση 2. (дей-ствий, поступков) η αυτοκυριαρχία, ο αυτοέλεγχος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самоконтроль

  • 5 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

  • 6 выдержанность

    выдержанн||ость
    ж (самообладание) ἡ αὐτοκυριαρχία, ἡ ἐγκράτεια, ὁ συγκρατημός/ ἡ πειθαρχία (дисциплина).

    Русско-новогреческий словарь > выдержанность

  • 7 выдержка

    выдержка I
    ж (цитата) τό ἀπόσπασμα.
    выдержка II
    ж
    1. (самообладание) ἡ αὐτοκυριαρχία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀντοχή/ ἡ σταθερότητα, ἡ καρτερικότητα (стойкость)·
    2. фото ἡ διάρκεια ἐκθέσεως (στή φωτογράφηση).

    Русско-новогреческий словарь > выдержка

  • 8 сдержанность

    сдержанн||ость
    ж ἡ αὐτοκυριαρχία, τό συγκρατημένο ὕφος.

    Русско-новогреческий словарь > сдержанность

  • 9 выдержка

    [βύντιρζκα] ουσ. θ. αυτοκυριαρχία

    Русско-греческий новый словарь > выдержка

  • 10 самообладание

    [σαμααμπλαντάνηε] ουσ. ο. αυτοκυριαρχία

    Русско-греческий новый словарь > самообладание

  • 11 выдержка

    [βύντιρζκα] ουσ θ αυτοκυριαρχία

    Русско-эллинский словарь > выдержка

  • 12 самообладание

    [σαμααμπλαντάνηε] ουσ ο αυτοκυριαρχία

    Русско-эллинский словарь > самообладание

  • 13 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 14 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 15 выдержанность

    θ.
    εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, εγκαρτέρηση• σταθερότητα•

    выдержанность характера σταθερότητα χαρακτήρα•

    идеологическая ιδεολογική σταθερότητα (αδιαλλαξία).

    Большой русско-греческий словарь > выдержанность

  • 16 присутствие

    ουδ.
    1. η παρουσία•

    он честил его своим -ем αυτός τον τίμησε με την παρουσία του•

    в -и με παρουσία•

    в мом -и με παρουσία μου, μπροστά σε μένα.

    || ύπαρξη.
    2. παλ. υπηρεσία, εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων σε ιδρύματα•

    присутствие началось ещё с утра η υπηρεσία άρχισε ακόμα από το πρωί•

    сегодня в канцелярии -я нет σήμερα τα γραφεία δεν εργάζονται (αργούν).

    3. παλ. κρατικό ίδρυμα.
    εκφρ.
    присутствие духа – ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, αυτοεπιβολή, αυτοκράτεια.

    Большой русско-греческий словарь > присутствие

  • 17 самообладание

    ουδ.
    αυτοκυριαρχία• αυτοσυγκράτηση, αυτοκράτεια.

    Большой русско-греческий словарь > самообладание

  • 18 суверенность

    θ.
    κυριαρχία, αυτοκυριαρχία, το αυτεξούσιο• ανεξαρτησία.

    Большой русско-греческий словарь > суверенность

См. также в других словарях:

  • αυτοκυριαρχία — η το να κυριαρχεί κανείς, να επιβάλλεται στον εαυτό του: Στη συζήτηση έχασε την αυτοκυριαρχία του κι άρχισε να φωνάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοκυριαρχία — η το να κυριαρχεί κάποιος στον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κυριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Νικόλαο Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίβλητος — η, ο (Α ἀνεπίβλητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί «ανεπίβλητος φόρος, δασμοί» αρχ. όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία …   Dictionary of Greek

  • αντιληπτικός — ή, ό (AM ἀντιληπτικός, ή, ό) αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσεις μσν. εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθεια αρχ. 1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί… …   Dictionary of Greek

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • εγκρατής — ές (AM ἐγκρατής, ές) ο κύριος τού εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία αρχ. 1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία 2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά 3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον») 4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ… …   Dictionary of Greek

  • εγκρατεύομαι — και εγκρατεύω (AM ἐγκρατεύομαι Μ και ἐγκρατεύω) 1. ασκώ εγκράτεια, είμαι εγκρατής, έχω αυτοκυριαρχία 2. απέχω από κάτι (τροφή, σωματικές ηδονές, ποτά κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… …   Dictionary of Greek

  • εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • εμπαθής — ές (AM ἐμπαθής, ές) (για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»